- χαρτοποιός
- οαυτός που κατασκευάζει χαρτί, ο βιομήχανος χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοποιός — ο, ΝΜΑ ειδικός που παρασκευάζει χαρτί νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης χαρτοποιίας 2. εργαζόμενος σε χαρτοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + ποιός*] … Dictionary of Greek
χαρτοποιοί — χαρτοποιός paper maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
χαρτοποιία — η, Ν 1. η τέχνη ή η ειδικότητα τής παρασκευής χαρτιού 2. εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού 3. ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Μέλισσα (ή Συλλογή Ελληνική)] … Dictionary of Greek
χαρτοποιείο — το, Ν εργοστάσιο παραγωγής χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek